- ενοργάνωση
- [-ις (-εως)] η см. ενορχήστρωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενοργάνωση — η η κατανομή τών μερών ενός μουσικού έργου στα απαραίτητα για την εκτέλεσή του μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Ιnstrumentation, ιταλ. orchestrazione). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ενοργάνωση — η (μουσ.) 1. η κατανομή των μερών μουσικού έργου στα διάφορα όργανα της ορχήστρας. 2. η τέχνη που διδάσκει τους νόμους και κανόνες αυτής της κατανομής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)